- τουρκουάζ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.)1. πολύτιμος λίθος αδιαφανής, περουζές, γαλαζόπετρα.2. χρωματισμός γαλάζιος ως γαλαζοπράσινος.3. ύφασμα μεταξομπαμπακερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.